- προσακροβολίζομαι
- προσακροβολίζομαι,A skirmish with besides, Plb.3.71.10, 11.22.5.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προσακροβολίζομαι — Α (αποθ.) ακροβολίζομαι επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀκροβολίζομαι «αψιμαχώ, μάχομαι από μακριά ρίχνοντας βέλη και ακόντια»] … Dictionary of Greek
προσακροβολιζομένους — προσακροβολίζομαι skirmish with besides pres part mp masc acc pl προσακροβολίζομαι skirmish with besides pres part mid masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσακροβολίζεσθαι — προσακροβολίζομαι skirmish with besides pres inf mp προσακροβολίζομαι skirmish with besides pres inf mid … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)